Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πονόκοιλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πονόκοιλ
ος
οι
πονόκοιλ
οι
γενική
του
πονόκοιλ
ου
των
πονόκοιλ
ων
αιτιατική
τον
πονόκοιλ
ο
τους
πονόκοιλ
ους
κλητική
πονόκοιλ
ε
πονόκοιλ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πονόκοιλος
<
πονό-
+
κοιλ(ιά)
+
-ος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πονόκοιλος
αρσενικό
πόνος
που εντοπίζεται στην περιοχή της
κοιλιάς
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κοιλόπονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πονόκοιλος