Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυγυνία οι πολυγυνίες
      γενική της πολυγυνίας των πολυγυνιών
    αιτιατική την πολυγυνία τις πολυγυνίες
     κλητική πολυγυνία πολυγυνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυγυνία < πολύς + γυνή {πρβλ αρχαία ελληνική πολυγύνης / πολυγύναιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυγυνία θηλυκό

  1. (κοινωνιολογία): ερωτική σχέση άνδρα και ειδικότερα σε ταυτόχρονη κοινωνία γάμου, με περισσότερες από μία γυναίκες
  2. (ζωολογία): ζευγάρωμα αρσενικού ζώου με περισσότερα από ένα θηλυκούς συντρόφους κάθε φορά

Αντώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία