ποινικότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποινικότης | αἱ | ποινικότητες | ||||
γενική | τῆς | ποινικότητος | τῶν | ποινικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ποινικότητι | ταῖς | ποινικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ποινικότητα | τὰς | ποινικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ποινικότης | ποινικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποινικότης < ποινικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποινικότης θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .