πλότερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλότερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική plotter < plot < πρωτογερμανική *plataz / *platjaz
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλότερ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) συσκευή εκτύπωσης που εκτυπώνει σε πληθώρα υλικών και μέσων (χαρτί, μουσαμά, καμβά κ.λπ.) σχέδια ή γραφικά μεγάλου μεγέθους
- (πληροφορική) συσκευή και λογισμικό που απεικονίζει χάρτες και συμβάλλει στην πλοήγηση ενός οχήματος στον προορισμό του
- → δείτε τη λέξη τζι πι ες