πλοϊμότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλοϊμότης | αἱ | πλοϊμότητες | ||||
γενική | τῆς | πλοϊμότητος | τῶν | πλοϊμοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πλοϊμότητι | ταῖς | πλοϊμότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πλοϊμότητα | τὰς | πλοϊμότητας | ||||
κλητική ὦ! | πλοϊμότης | πλοϊμότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλοϊμότης θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η πλοϊμότητα
- άλλη γραφή: πλωϊμότης
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .