ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πληρότης αἱ πληρότητες
      γενική τῆς πληρότητος τῶν πληροτήτων
      δοτική τῇ πληρότητ ταῖς πληρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πληρότητ τὰς πληρότητᾰς
     κλητική ! πληρότης πληρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πληρότητε
γεν-δοτ τοῖν  πληροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πληρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλήρ(ης) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πληρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)