πληρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πληρότης | αἱ | πληρότητες | ||||
γενική | τῆς | πληρότητος | τῶν | πληροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πληρότητῐ | ταῖς | πληρότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πληρότητᾰ | τὰς | πληρότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πληρότης | πληρότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πληρότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πληροτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πληρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλήρ(ης) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- πληρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.