πληθάριθμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πληθάριθμος | οι | πληθάριθμοι |
γενική | του | πληθάριθμου & πληθαρίθμου |
των | πληθάριθμων & πληθαρίθμων |
αιτιατική | τον | πληθάριθμο | τους | πληθάριθμους & πληθαρίθμους |
κλητική | πληθάριθμε | πληθάριθμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πληθάριθμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληθάριθμος αρσενικό