Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλεονεκτικότης αἱ πλεονεκτικότητες
      γενική τῆς πλεονεκτικότητος τῶν πλεονεκτικοτήτων
      δοτική τῇ πλεονεκτικότητι ταῖς πλεονεκτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πλεονεκτικότητα τὰς πλεονεκτικότητᾰς
     κλητική ! πλεονεκτικότης πλεονεκτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονεκτικότης < πλεονεκτικ(ός)- + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεονεκτικότης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία