Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλανεμπορία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πλανεμπορί
α
οι
πλανεμπορί
ες
γενική
της
πλανεμπορί
ας
των
πλανεμπορι
ών
αιτιατική
την
πλανεμπορί
α
τις
πλανεμπορί
ες
κλητική
πλανεμπορί
α
πλανεμπορί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλανεμπορία
<
πλάνης
+
εμπορία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλανεμπορία
θηλυκό
το
πλανόδιο
εμπόριο
, η
εμπορική
ενασχόληση
πλανόδιων
εμπόρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλανεμπορία