πλαναισθησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλαναισθησία θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο, ψυχιατρική) η ψευδαίσθηση, η ψευδαισθησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλαναισθησία
|