ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλήμη αἱ πλῆμαι
      γενική τῆς πλήμης τῶν πλημῶν
      δοτική τῇ πλήμ ταῖς πλήμαις
    αιτιατική τὴν πλήμην τὰς πλήμᾱς
     κλητική ! πλήμη πλῆμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλήμ
γεν-δοτ τοῖν  πλήμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλήμη (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλήμη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • πλημμυρίδα
    ※  2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 20.5.11 @scaife.perseus
    ἐπελθούσης μετʼ ὀλίγον τῆς πλήμης καὶ κουφισθεισῶν τῶν νεῶν, τῷ μὲν Νέωνι μεγάλην εἶχε χάριν ἐπὶ τῷ μὴ συνεπιτεθεῖσθαι σφίσι κατὰ τὴν περιπέτειαν, αὐτὸς δὲ τὸν προκείμενον ἐτέλει πλοῦν εἰς τὴν Ἀσίαν.
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 40.9 @scaife.perseus
    καὶ φανείσης τῆς ἐπὶ τῷ βυθῷ χέρσου πάλιν ἐπελθοῦσαν ἐξαίσιον πλήμην ἀποκαταστῆσαι τὸν πόρον εἰς τὴν προϋπάρχουσαν τάξιν.
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 19, 13.2 @scaife.perseus
    περικλυσθείσης δὲ τῆς τῶν Μακεδόνων στρατοπεδείας καὶ πάντῃ τοῦ συνεχοῦς τόπου λιμνάσαντος ἐκινδύνευσεν ἅπαν ἀπολέσθαι τὸ στρατόπεδον ὑπὸ τῆς πλήμης.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία