πιπατζού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιπατζού < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιπατζού θηλυκό
- (χυδαίο, μειωτικό) πρόσωπο (συνήθως γυναίκα ή ομοφυλόφιλος άντρας) που αρέσκεται στο να παίρνει πίπες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πιπατζού
|