Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πικροβάσανα
      γενική των πικροβάσανων
πικροβασάνων
    αιτιατική τα πικροβάσανα
     κλητική πικροβάσανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικροβάσανα < πικρός + -ο- + βάσανο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πικροβάσανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία