πιθηκιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πῐθηκῐδευ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | πιθηκιδεύς | οἱ | πιθηκιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | πιθηκιδέως | τῶν | πιθηκιδέων | ||||
δοτική | τῷ | πιθηκιδεῖ | τοῖς | πιθηκιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πιθηκιδέᾱ | τοὺς | πιθηκιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πιθηκιδεῦ | πιθηκιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιθηκιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πιθηκιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιθηκιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πίθηκ(ος) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιθηκιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- πιθηκιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.