Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιθηκίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πιθηκίν
α
οι
πιθηκίν
ες
γενική
της
πιθηκίν
ας
των
πιθηκίν
ων
αιτιατική
την
πιθηκίν
α
τις
πιθηκίν
ες
κλητική
πιθηκίν
α
πιθηκίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιθηκίνα
<
πίθηκος
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιθηκίνα
θηλυκό
θηλυκός
πίθηκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιθηκίνα
γερμανικά
:
Äffin
(de)