πιθαράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιθαράς | οι | πιθαράδες |
γενική | του | πιθαρά | των | πιθαράδων |
αιτιατική | τον | πιθαρά | τους | πιθαράδες |
κλητική | πιθαρά | πιθαράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.θaˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐θα‐ράς
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιθαράς αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιθαράς
|