πιθανότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πιθανότης | αἱ | πιθανότητες |
γενική | τῆς | πιθανότητος | τῶν | πιθανοτήτων |
δοτική | τῇ | πιθανότητῐ | ταῖς | πιθανότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πιθανότητᾰ | τὰς | πιθανότητᾰς |
κλητική ὦ! | πιθανότης | πιθανότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιθανότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πιθανοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιθανότης < πιθανό(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πιθανότητα (με διαφορετική σημασία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιθανότης, -ητος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πιθανότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιθανότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.