Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιθανοκρατία οι πιθανοκρατίες
      γενική της πιθανοκρατίας των πιθανοκρατιών
    αιτιατική την πιθανοκρατία τις πιθανοκρατίες
     κλητική πιθανοκρατία πιθανοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιθανοκρατία < πιθανός + κρατώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιθανοκρατία θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) πιθανισμός ερμηνευμένος μέσω παλαιότερων φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων (όταν δεν είχε ολοκληρωθεί το φάσμα πιθανοθεωριών [συχνοτισμός, μπεϋζιανισμός κτλ.])
  2. απόλυτος πιθανισμός, η παντελής επικράτηση τις πιθανοτικότητας (συνήθως) σε κάθε τομέα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  πιθανός

  Μεταφράσεις επεξεργασία