πιεστικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πιεστικότης | αἱ | πιεστικότητες | ||||
γενική | τῆς | πιεστικότητος | τῶν | πιεστικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πιεστικότητι | ταῖς | πιεστικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πιεστικότητα | τὰς | πιεστικότητας | ||||
κλητική ὦ! | πιεστικότης | πιεστικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιεστικότης (μαρτυρείται από το 1896) [1] < πιεστικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιεστικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 805, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου