ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πευκών οἱ πευκῶνες
      γενική τοῦ πευκῶνος τῶν πευκώνων
      δοτική τῷ πευκῶν τοῖς πευκῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πευκῶν τοὺς πευκῶνᾰς
     κλητική ! πευκών πευκῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πευκῶνε
γεν-δοτ τοῖν  πευκώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πευκών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πεύκ(η) + -ών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πευκών, -ῶνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)