πευκών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πευκών | οἱ | πευκῶνες | ||||
γενική | τοῦ | πευκῶνος | τῶν | πευκώνων | ||||
δοτική | τῷ | πευκῶνῐ | τοῖς | πευκῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πευκῶνᾰ | τοὺς | πευκῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πευκών | πευκῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πευκῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πευκώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πευκών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πεύκ(η) + -ών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπευκών, -ῶνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- πευκών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.