Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετροχελίδονο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πετροχελίδον
ο
τα
πετροχελίδον
α
γενική
του
πετροχελίδον
ου
των
πετροχελίδον
ων
αιτιατική
το
πετροχελίδον
ο
τα
πετροχελίδον
α
κλητική
πετροχελίδον
ο
πετροχελίδον
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετροχελίδονο
<
πετρο-
+
χελιδόν(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετροχελίδονο
ουδέτερο
(
πτηνό
) το
πουλί
κύψελος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετροχελίδονο
→
δείτε
τη λέξη
κύψελος