Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετρογλυφικό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πετρογλυφικ
ό
τα
πετρογλυφικ
ά
γενική
του
πετρογλυφικ
ού
των
πετρογλυφικ
ών
αιτιατική
το
πετρογλυφικ
ό
τα
πετρογλυφικ
ά
κλητική
πετρογλυφικ
ό
πετρογλυφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ουδέτερο
και
πετρόγλυφο
προϊστορική εγχάραξη βράχου (συνήθως συμβολίζει σκηνές όμοιες με την προϊστορική τοιχογραφία)