πετρελαιούπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετρελαιούπολη | οι | πετρελαιουπόλεις |
γενική | της | πετρελαιούπολης* | των | πετρελαιουπόλεων |
αιτιατική | την | πετρελαιούπολη | τις | πετρελαιουπόλεις |
κλητική | πετρελαιούπολη | πετρελαιουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πετρελαιουπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπετρελαιούπολη θηλυκό
- πόλη σε περιοχή που παράγει πετρέλαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετρελαιούπολη
|