περιχόνδριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεριχόνδριο ουδέτερο
- πυκνός συνδετικός ιστός (με μορφή κάψας) που περιβάλλει το χόνδρο και σχηματίζει ένα στρώμα μεταξύ του χόνδρου και του ιστού που υποστηρίζει αυτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιχόνδριο
|