Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιχόνδριο τα περιχόνδρια
      γενική του περιχόνδριου των περιχόνδριων
    αιτιατική το περιχόνδριο τα περιχόνδρια
     κλητική περιχόνδριο περιχόνδρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιχόνδριο < περι- + χόνδρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιχόνδριο ουδέτερο

  • πυκνός συνδετικός ιστός (με μορφή κάψας) που περιβάλλει το χόνδρο και σχηματίζει ένα στρώμα μεταξύ του χόνδρου και του ιστού που υποστηρίζει αυτός

  Μεταφράσεις επεξεργασία