Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περιπόλιον τὰ περιπόλι
      γενική τοῦ περιπολίου τῶν περιπολίων
      δοτική τῷ περιπολί τοῖς περιπολίοις
    αιτιατική τὸ περιπόλιον τὰ περιπόλι
     κλητική ! περιπόλιον περιπόλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιπολίω
γεν-δοτ τοῖν  περιπολίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπόλιον < περίπολος + -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιπόλιον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία