περιμετωπίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαη περιμετωπίδα (el) ενικός, θηλυκό
οι περιμετωπίδες (el) πληθυντικός
- το περιμετώπιο, κορδέλα κεφαλής που καλύπτει τμήμα του μετώπου (αρχικά για να απομακρύνει τον ιδρώτα αθλητή, μετά και συμβολικά ή αισθητικά)