περιμετώπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περιμετώπιο | τα | περιμετώπια |
γενική | του | περιμετώπιου & περιμετωπίου |
των | περιμετώπιων & περιμετωπίων |
αιτιατική | το | περιμετώπιο | τα | περιμετώπια |
κλητική | περιμετώπιο | περιμετώπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατο περιμετώπιο (el) ενικός, θηλυκό
τα περιμετώπια (el) πληθυντικός
- η περιμετωπίδα, κορδέλα κεφαλής που καλύπτει τμήμα του μετώπου (αρχικά για να απομακρύνει τον ιδρώτα αθλητή, μετά και συμβολικά ή αισθητικά)