πεπονάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεπονάκι | τα | πεπονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πεπονάκι | τα | πεπονάκια |
κλητική | πεπονάκι | πεπονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεπονάκι < πεπόν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεπονάκι ουδέτερο
- (φρούτο) υποκοριστικό του πεπόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεπονάκι
|