πενταράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πενταράκι | τα | πενταράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πενταράκι | τα | πενταράκια |
κλητική | πενταράκι | πενταράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πενταράκι < πεντάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπενταράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πεντάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πενταράκι
|