Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντακάλιο τα πεντακάλια
      γενική του πεντακαλίου
πεντακάλιου
των πεντακαλίων
    αιτιατική το πεντακάλιο τα πεντακάλια
     κλητική πεντακάλιο πεντακάλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντακάλιο < πεντα- + κάλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντακάλιο ουδέτερο

  1. (χημεία): ομάδα πέντε ατόμων καλίου από την οποία και λαμβάνεται ως πρώτο ή δεύτερο προσδιοριστικό όνομα μια χημική ένωση
    τριφωσφορικό πεντακάλιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία