πεντακάλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεντακάλιο ουδέτερο
- (χημεία): ομάδα πέντε ατόμων καλίου από την οποία και λαμβάνεται ως πρώτο ή δεύτερο προσδιοριστικό όνομα μια χημική ένωση
- τριφωσφορικό πεντακάλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεντακάλιο
|