Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
2. πενιουάρ του 1960

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενιουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική peignoir < peigner < λατινική pectinare, απαρέμφατο ενεστώτα τού pectino < pecten < pecto (χτενίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peḱ- (τίλλω, μαδώ, τραβώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενιουάρ ουδέτερο άκλιτο

  1. ύφασμα που τοποθετούν οι γυναίκες στους ώμους κατά το χτένισμα
  2. είδος (μακριάς και λεπτεπίλεπτης) ρόμπας που φορούσαν οι γυναίκες μέσα στο σπίτι

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία