πενιουάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πενιουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική peignoir < peigner < λατινική pectinare, απαρέμφατο ενεστώτα τού pectino < pecten < pecto (χτενίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peḱ- (τίλλω, μαδώ, τραβώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπενιουάρ ουδέτερο άκλιτο
- ύφασμα που τοποθετούν οι γυναίκες στους ώμους κατά το χτένισμα
- είδος (μακριάς και λεπτεπίλεπτης) ρόμπας που φορούσαν οι γυναίκες μέσα στο σπίτι