πελματογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελματογράφος < πέλματ(ος) + -ο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελματογράφος αρσενικό
- (ιατρική) διαγνωστική ιατρική συσκευή με την οποία γίνεται το πελματογράφημα
Συγγενικά
επεξεργασία- πελματογράφημα
- πελματογραφία
- → δείτε και τις λέξεις πέλμα και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πελματογράφος
|
Πηγές
επεξεργασία- πελματογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)