πεζεβέγκισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεζεβέγκισσα < πεζεβέγκης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζεβέγκισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του πεζεβέγκης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεζεβέγκισσα
πεζεβέγκισσα θηλυκό