πεζεβέγκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζεβέγκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική pezevenk
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζεβέγκης αρσενικό (θηλυκό πεζεβέγκισσα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πεζεβέγκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεζεβέγκης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)