Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεζεβέγκης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πεζεβέγκ
ης
οι
πεζεβέγκ
ηδες
γενική
του
πεζεβέγκ
η
των
πεζεβέγκ
ηδων
αιτιατική
τον
πεζεβέγκ
η
τους
πεζεβέγκ
ηδες
κλητική
πεζεβέγκ
η
πεζεβέγκ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεζεβέγκης
< (
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
pezevenk
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεζεβέγκης
αρσενικό
(
θηλυκό
:
πεζεβέγκισσα
)
(
επάγγελμα
) ο
προαγωγός
, ο
μαστροπός
ο
αχρείος
άνθρωπος
, ο
ρουφιάνος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μπεζεβέγκης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεζεβέγκης
γαλλικά
:
maquereau
(fr)