παχυλότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παχυλότης | αἱ | παχυλότητες | ||||
γενική | τῆς | παχυλότητος | τῶν | παχυλοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | παχυλότητι | ταῖς | παχυλότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παχυλότητα | τὰς | παχυλότητας | ||||
κλητική ὦ! | παχυλότης | παχυλότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαχυλότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 789, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου