καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παχυλότης αἱ παχυλότητες
      γενική τῆς παχυλότητος τῶν παχυλοτήτων
      δοτική τῇ παχυλότητι ταῖς παχυλότησι(ν)
    αιτιατική τὴν παχυλότητα τὰς παχυλότητας
     κλητική ! παχυλότης παχυλότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παχυλότης (μαρτυρείται από το 1835)[1] < παχυλ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παχυλότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 789, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου