παχάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παχάκι | τα | παχάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παχάκι | τα | παχάκια |
κλητική | παχάκι | παχάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παχάκι < πάχος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαχάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πάχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία παχάκι
|