Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατσούρα οι πατσούρες
      γενική της πατσούρας των πατσούρων
    αιτιατική την πατσούρα τις πατσούρες
     κλητική πατσούρα πατσούρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πατσούρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατσούρα θηλυκό

  • άσχημη, ζαρωμένη γυναίκα από την ηλικία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πατσούρα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «πατσούρα» @lexikolefkadas.gr
    Με πηγές:
    • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
    • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.