πατριῶτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πατριῶτις | αἱ | πατριώτιδες |
γενική | τῆς | πατριώτιδος | τῶν | πατριωτίδων |
δοτική | τῇ | πατριώτιδῐ | ταῖς | πατριώτισῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πατριῶτιν | τὰς | πατριώτιδᾰς |
κλητική ὦ! | πατριῶτι | πατριώτιδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατριώτιδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πατριωτίδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατριῶτις < πατριώτ(ης) + -ις. Εννοείται θηλυκό ουσιαστικό γῆ, στολή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριῶτις, -ώτιδος θηλυκό, ως επίθετο, μονογενές, μονοκατάληκτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατριῶτις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πατριῶτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.