πατρικότης
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατρικότης < πατρικ(ός) + -ότης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατρικότης θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πατέρας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατρικότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)