Δείτε επίσης: πατρικιότης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πατρικότης αἱ πατρικότητες
      γενική τῆς πατρικότητος τῶν πατρικοτήτων
      δοτική τῇ πατρικότητι ταῖς πατρικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πατρικότητα τὰς πατρικότητᾰς
     κλητική ! πατρικότης πατρικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρικότης < πατρικ(ός) + -ότης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρικότης θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία