πατεντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατεντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική patentare + -ω < patente < λατινική patens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος pateo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-
Ρήμα
επεξεργασίαπατεντάρω
- αποκτώ το αποκλειστικό δικαίωμα εμπορικής υλοποίησης και χρήσης μιας εφεύρεσης
- ※ Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ομοφώνως ότι δεν μπορούν εταιρίες να πατεντάρουν μέρος του ανθρώπινου γονιδιώματος. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πατέντα