Ετυμολογία

επεξεργασία
πατεντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική patentare + < patente < λατινική patens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος pateo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-

πατεντάρω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία