Ετυμολογία

επεξεργασία
pateo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

pateo

  1. είμαι ανοικτός
  2. είμαι ευπρόσιτος
  3. είμαι φανερός
  4. (για τόπο) είμαι εκτεταμένος
  5. (απρόσωπο) patet: δῆλόν ἐστι/είναι φανερό