πασσαλοφράκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
πασσαλοφράκτης < πάσσαλος + φράκτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ο πασσαλοφράκτης (el) αρσενικό, ενικός
οι πασσαλοφράκτες (el) πληθυντικός
- το υλότειχος, το ξύλινο τείχος
- φράκτης από πασσάλους ως οχυρό ή ως τμήμα προϊστορικού θρησκευτικού μνημείου