Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πασσαλομπήχτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πασσαλομπήχτ
ης
οι
πασσαλομπήχτ
ες
γενική
του
πασσαλομπήχτ
η
των
πασσαλομπηχτ
ών
αιτιατική
τον
πασσαλομπήχτ
η
τους
πασσαλομπήχτ
ες
κλητική
πασσαλομπήχτ
η
πασσαλομπήχτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πασσαλομπήχτης
αρσενικό
(
κατασκευές
) μηχάνημα εμβολισμού
πασσάλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
pile driver
(en)