↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρώδηση οι παρωδήσεις
      γενική της παρώδησης* των παρωδήσεων
    αιτιατική την παρώδηση τις παρωδήσεις
     κλητική παρώδηση παρωδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρωδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρώδηση < αρχαία ελληνική παρῴδησις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈɾo.ði.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρώ‐δη‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρώδηση θηλυκό

  • (λόγιο) η παρωδία
    ※  Ο Αλκιβιάδης, γιος του Κλεινία, μεγάλωσε στο σπίτι του κηδεμόνα του Περικλή και μαθήτευσε κοντά στο Σωκράτη. Ήρθε σε ρήξη με το Νικία, κυρίως όταν συνέλαβε το μεγαλεπίβολο σχέδιο της Σικελικής εκστρατείας, για την οποία εκλέχτηκε στρατηγός (415 π.Χ.). Με αφορμή όμως τον ακρωτηριασμό των Ερμών κατηγορήθηκε για θρησκευτικές παρατυπίες, όπως την παρώδηση των ελευσίνιων μυστηρίων, και ανακλήθηκε στην Αθήνα, για να δικαστεί.
    Κλασική περίοδος - Πολιτική: Αλκιβιάδης, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • παρώδηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)