παρνασσισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παρνασσισμός | ||
γενική | του | παρνασσισμού | ||
αιτιατική | τον | παρνασσισμό | ||
κλητική | παρνασσισμέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρνασσισμός < Παρνασσ(ός) + -ισμός, απόδοση για τη γαλλική école parnassienne, le Ρarnasse < αρχαία ελληνική Παρνασσός (το βουνό όπου σύχναζαν ο Απόλλωνας και οι Μούσες)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paɾ.na.siˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐να‐σι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρνασσισμός αρσενικό
- λογοτεχνικό ρεύμα του 19ου αιώνα και εστίαζε στην τελειομανία και στην αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων για την δημιουργία του άψογου ποιήματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρνασσισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- παρνασσισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.