παρλαπίπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρλαπίπα | οι | παρλαπίπες |
γενική | της | παρλαπίπας | — | |
αιτιατική | την | παρλαπίπα | τις | παρλαπίπες |
κλητική | παρλαπίπα | παρλαπίπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρλαπίπα < γερμανική Paperlapapp (=φλυαρία) < (ηχομιμητική λέξη) (με επίδραση των λέξεων πάρλα & πίπα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρλαπίπα θηλυκό
- η ανοητολογία και η κομπαστική φλυαρία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρλαπίπα
|