παρευρίσκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρευρίσκομαι < Είτε όπως στην όψιμη ελληνιστική κοινή παρευρεθείς, του 6ου αιώνα, μετοχή αορίστου με σημασία «είμαι παρών», μεσοπαθητικής φωνής του αρχαίου παρευρίσκω (ανακαλύπτω ξανά) [1],
- είτε αναδημιουγία της λέξης (παρά) παρ- + ευρίσκομαι (εὑρίσκομαι)) & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική y être [2]
Ρήμα
επεξεργασίαπαρευρίσκομαι, αόρ.: παρευρέθηκα/παρευρέθη(3o πρόσωπο) (αποθετικό ρήμα)
- βρίσκομαι κάπου μαζί με άλλους, συνήθως σε εκδήλωση όπου όλοι έχουν κοινό στόχο ή ενδιαφέρον (όχι σε απλή τυχαία συγκέντρωση ατόμων π.χ. σε πλατεία).
- Στην εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μουσικοσυνθέτη παρευρέθηκαν όλοι οι δήμαρχοι της περιοχής και πλήθος κόσμου
Άλλες μορφές
επεξεργασία- παραβρίσκομαι (προσαρμογή στη δημοτική)
Συγγενικά
επεξεργασία- παρευρισκόμενος (μετοχή ενεστώτα)
→ και δείτε τις λέξεις παρά και βρίσκω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρευρίσκομαι | παρευρισκόμουν(α) | θα παρευρίσκομαι | να παρευρίσκομαι | παρευρισκόμενος | |
β' ενικ. | παρευρίσκεσαι | παρευρισκόσουν(α) | θα παρευρίσκεσαι | να παρευρίσκεσαι | ||
γ' ενικ. | παρευρίσκεται | παρευρισκόταν(ε) | θα παρευρίσκεται | να παρευρίσκεται | ||
α' πληθ. | παρευρισκόμαστε | παρευρισκόμαστε παρευρισκόμασταν |
θα παρευρισκόμαστε | να παρευρισκόμαστε | ||
β' πληθ. | παρευρίσκεστε | παρευρισκόσαστε παρευρισκόσασταν |
θα παρευρίσκεστε | να παρευρίσκεστε | ||
γ' πληθ. | παρευρίσκονται | παρευρίσκονταν παρευρισκόντουσαν |
θα παρευρίσκονται | να παρευρίσκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρευρέθηκα | θα παρευρεθώ | να παρευρεθώ | παρευρεθεί | ||
β' ενικ. | παρευρέθηκες | θα παρευρεθείς | να παρευρεθείς | παρευρέσου | ||
γ' ενικ. | παρευρέθηκε | θα παρευρεθεί | να παρευρεθεί | |||
α' πληθ. | παρευρεθήκαμε | θα παρευρεθούμε | να παρευρεθούμε | |||
β' πληθ. | παρευρεθήκατε | θα παρευρεθείτε | να παρευρεθείτε | παρευρεθείτε | ||
γ' πληθ. | παρευρέθηκαν παρευρεθήκαν(ε) |
θα παρευρεθούν(ε) | να παρευρεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρευρεθεί | είχα παρευρεθεί | θα έχω παρευρεθεί | να έχω παρευρεθεί | ||
β' ενικ. | έχεις παρευρεθεί | είχες παρευρεθεί | θα έχεις παρευρεθεί | να έχεις παρευρεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρευρεθεί | είχε παρευρεθεί | θα έχει παρευρεθεί | να έχει παρευρεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρευρεθεί | είχαμε παρευρεθεί | θα έχουμε παρευρεθεί | να έχουμε παρευρεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρευρεθεί | είχατε παρευρεθεί | θα έχετε παρευρεθεί | να έχετε παρευρεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρευρεθεί | είχαν παρευρεθεί | θα έχουν παρευρεθεί | να έχουν παρευρεθεί |
- Σημειώσεις: Απαντούν και λόγιοι τύποι στον αόριστο: γ' ενικ. παρευρέθη και γ' πληθ. παρευρέθησαν
- ⮡ Στη γιορτή για την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο παρευρέθησαν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ...
- Χρησιμοποιούνται και οι τύποι της δημοτικής από το ρήμα παραβρίσκομαι, π.χ. παραβρέθηκαν
- ⮡ Στην παρουσίαση της νέας δισκογραφικής του δουλειάς παραβρέθηκαν όλοι οι συντελεστές του άλμπουμ...
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ παρευρίσκομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρευρίσκομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος παρευρίσκω
- σημασίες: ανακαλύπτομαι ξανά → δείτε τη λέξη παρευρίσκω
- (όψιμη ελληνιστική σημασία ) είμαι παρών, παρευρίσκομαι → δείτε τη μετοχή αορίστου παρευρεθείς