παρελκυστικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρελκυστικότητα < παρελκυστικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρελκυστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος παρελκυστικός
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αναβλητικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρελκυστικότητα