↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρεγκεφαλίς αἱ παρεγκεφαλίδες
      γενική τῆς παρεγκεφαλίδος τῶν παρεγκεφαλίδων
      δοτική τῇ παρεγκεφαλίδ ταῖς παρεγκεφαλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρεγκεφαλίδ τὰς παρεγκεφαλίδᾰς
     κλητική ! παρεγκεφαλίς* παρεγκεφαλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεγκεφαλίδε
γεν-δοτ τοῖν  παρεγκεφαλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεγκεφαλίς < παρ- + ἐγκέφαλ(ος) + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρεγκεφαλίς, -ίδος θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία