παραχοντραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραχοντραίνω
- (κυριολεκτικά, μεταβατικό) κάνω κάποιον (ή κάτι) πολύ χοντρό ή συμβάλλω σε κάτι τέτοιο
- (κυριολεκτικά, αμετάβατο) γίνομαι πολύ χοντρός
- (μεταφορικά) κάνω κάτι το οποίο πρέπει να λάβει κάποιος σοβαρά ή να ανησυχήσει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χοντρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραχοντραίνω | παραχόντραινα | θα παραχοντραίνω | να παραχοντραίνω | παραχοντραίνοντας | |
β' ενικ. | παραχοντραίνεις | παραχόντραινες | θα παραχοντραίνεις | να παραχοντραίνεις | παραχόντραινε | |
γ' ενικ. | παραχοντραίνει | παραχόντραινε | θα παραχοντραίνει | να παραχοντραίνει | ||
α' πληθ. | παραχοντραίνουμε | παραχοντραίναμε | θα παραχοντραίνουμε | να παραχοντραίνουμε | ||
β' πληθ. | παραχοντραίνετε | παραχοντραίνατε | θα παραχοντραίνετε | να παραχοντραίνετε | παραχοντραίνετε | |
γ' πληθ. | παραχοντραίνουν(ε) | παραχόντραιναν παραχοντραίναν(ε) |
θα παραχοντραίνουν(ε) | να παραχοντραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραχόντρυνα | θα παραχοντρύνω | να παραχοντρύνω | παραχοντρύνει | ||
β' ενικ. | παραχόντρυνες | θα παραχοντρύνεις | να παραχοντρύνεις | παραχόντρυνε | ||
γ' ενικ. | παραχόντρυνε | θα παραχοντρύνει | να παραχοντρύνει | |||
α' πληθ. | παραχοντρύναμε | θα παραχοντρύνουμε | να παραχοντρύνουμε | |||
β' πληθ. | παραχοντρύνατε | θα παραχοντρύνετε | να παραχοντρύνετε | παραχοντρύνετε | ||
γ' πληθ. | παραχόντρυναν παραχοντρύναν(ε) |
θα παραχοντρύνουν(ε) | να παραχοντρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραχοντρύνει | είχα παραχοντρύνει | θα έχω παραχοντρύνει | να έχω παραχοντρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις παραχοντρύνει | είχες παραχοντρύνει | θα έχεις παραχοντρύνει | να έχεις παραχοντρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει παραχοντρύνει | είχε παραχοντρύνει | θα έχει παραχοντρύνει | να έχει παραχοντρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραχοντρύνει | είχαμε παραχοντρύνει | θα έχουμε παραχοντρύνει | να έχουμε παραχοντρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε παραχοντρύνει | είχατε παραχοντρύνει | θα έχετε παραχοντρύνει | να έχετε παραχοντρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραχοντρύνει | είχαν παραχοντρύνει | θα έχουν παραχοντρύνει | να έχουν παραχοντρύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραχοντραίνω
|