Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραχοντραίνω < παρα- + χοντραίνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραχοντραίνω

  1. (κυριολεκτικά, μεταβατικό) κάνω κάποιον (ή κάτι) πολύ χοντρό ή συμβάλλω σε κάτι τέτοιο
     συνώνυμα: παραπαχαίνω
  2. (κυριολεκτικά, αμετάβατο) γίνομαι πολύ χοντρός
     συνώνυμα: παραπαχαίνω
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι το οποίο πρέπει να λάβει κάποιος σοβαρά ή να ανησυχήσει

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία